- αντιπλημμυρικός
- -ή, -όαυτός που αποβλέπει στην πρόληψη ή την περιστολή των πλημμύρων και των συνεπειών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιπλημμυρικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην πρόληψη των πλημμυρών: Σε πολλές περιοχές της χώρας έγιναν αντιπλημμυρικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)